- τζαμάς
- ο, Ντεχνίτης που κόβει και τοποθετεί τζάμια.[ΕΤΥΜΟΛ. < τζάμι + κατάλ. -άς (πρβλ. γαλατ-άς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τζαμάδικο — το, Ν το κατάστημα τού τζαμά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τζαμαδ τού πληθ. τζαμάδες τής λ. τζαμάς + κατάλ. ικο (πρβλ. βενζινάδ ικο)] … Dictionary of Greek
τζαμτζής — και τζαμιτζής, ο, Ν ο τζαμάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τζάμι + κατάλ. τζής (πρβλ. παλια τζής)] … Dictionary of Greek
υαλοθέτης — ο, Ν τεχνίτης ειδικευμένος στην τοποθέτηση υαλοπινάκων, τζαμάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + θέτης (< τίθημι), πρβλ. σκηνο θέτης, στοιχειο θέτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκ. Δ. Βυζαντίου] … Dictionary of Greek